- αξίνα
- Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν είδος τσεκουριού ή και το ίδιο το τσεκούρι με το οποίο έκοβαν ξύλα, αλλά με το ίδιο όνομα υπήρχε και πολεμικό όπλο, διαφορετικό κάπως από το τσεκούρι.
* * *η (Α ἀξίνη)νεοελλ.εργαλείο για σκάψιμοαρχ.1. κεφαλή τσεκουριού2. πολεμικός πέλεκυς3. τσεκούρι για κόψιμο ή σχίσιμο ξύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος και παλαιό όνομα όπλουσυνδέεται πιθ. με το λατ. ascia (< *acsia) καθώς και με γερμ. λέξεις που σήμαιναν την αξίνα, όπως τα (αρχ. γερμ.) ackus, (νεο -γερμ.) axt, γοτθ. aqizi. Η λ. θεωρείται δάνειο από τις αρχ. γλώσσες των μεσογειακών λαών στις οποίες οφείλει την προέλευση του το ΙΕ. μόρφημα -inā -, που μετέχει στον σχηματισμό θηλυκών ονομάτων].
Dictionary of Greek. 2013.